- καταπομπή
- καταπομπή, ἡ (Α) [καταπέμπω]1. παράδοση πραγμάτων2. το να στέλνει κανείς πίσω, επιστροφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπομπαῖς — καταπομπή delivery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπομπῆς — καταπομπή delivery fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπομπήν — καταπομπή delivery fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)